ὀρειχάλκους

ὀρειχάλκους
ὀρείχαλκος
orichalcum
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • AURICHALCUM — ex auro et aere, quod Graecis χαλκὸς est, multis conflata vox videtur, Festo, Servio in Aen. l. 12. v. 87. Isidoro Origin. l. 16. c. 19., Ambrosio in Apocal. c. 1. Primasio in candem, Hesychio, aliis. Sed verum metalli huius nomen ὀρέιχαλκος est… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… …   Dictionary of Greek

  • βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”